κατασκευαστής — contriner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευαστής — ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) [κατασκευάζω] 1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων») 2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος μσν. αρχ. ο προμηθευτής τών αναγκαίων … Dictionary of Greek
κατασκευασταῖς — κατασκευαστής contriner masc dat pl κατασκευαστός artificial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευασταί — κατασκευαστής contriner masc nom/voc pl κατασκευαστός artificial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευαστῇ — κατασκευαστής contriner masc dat sg (attic epic ionic) κατασκευαστός artificial fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευαστήν — κατασκευαστής contriner masc acc sg (attic epic ionic) κατασκευαστός artificial fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευαστῶν — κατασκευαστής contriner masc gen pl κατασκευαστός artificial fem gen pl κατασκευαστός artificial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιός — (I) ο, ΝΑ κατασκευαστής σκηνών, άτομο που έχει ως επάγγελμά του την κατασκευή σκηνών αρχ. 1. κατασκευαστής πραγμάτων που ανήκουν στη σκηνή θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + ποιός*]. (II) ὁ, Α κατασκευαστής σκήνους, δημιουργός σώματος ως κατοικίας… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… … Dictionary of Greek