κατασκευαστής

κατασκευαστής
ο
θηλ. κατασκευάστρια
1. αυτός που κατασκευάζει ή κατασκεύασε κάτι: Είναι κατασκευαστής γεφυρών.
2. αυτός που επινοεί κάτι: Είναι κατασκευαστής ψευδών ειδήσεων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατασκευαστής — contriner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστής — ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) [κατασκευάζω] 1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων») 2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος μσν. αρχ. ο προμηθευτής τών αναγκαίων …   Dictionary of Greek

  • κατασκευασταῖς — κατασκευαστής contriner masc dat pl κατασκευαστός artificial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευασταί — κατασκευαστής contriner masc nom/voc pl κατασκευαστός artificial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστῇ — κατασκευαστής contriner masc dat sg (attic epic ionic) κατασκευαστός artificial fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστήν — κατασκευαστής contriner masc acc sg (attic epic ionic) κατασκευαστός artificial fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστῶν — κατασκευαστής contriner masc gen pl κατασκευαστός artificial fem gen pl κατασκευαστός artificial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνοποιός — (I) ο, ΝΑ κατασκευαστής σκηνών, άτομο που έχει ως επάγγελμά του την κατασκευή σκηνών αρχ. 1. κατασκευαστής πραγμάτων που ανήκουν στη σκηνή θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + ποιός*]. (II) ὁ, Α κατασκευαστής σκήνους, δημιουργός σώματος ως κατοικίας… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”